-
1 δειλός
I of persons, cowardly, opp. ἄλκιμος, Il. 13.278; opp. ἀνδρεῖος, Pl.Phdr. 239a, etc.: hence, vile, worthless, Il. 1.293;δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Od.8.351
; opp. ἐσθλός, lowborn, mean, Hes.Fr. 164; ;ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴσιν Eup.289
; of animals, Hdt.3.108: c.gen., afraid of..,AP
9.410 (Tull. Sab.): c.inf., ib.6.232 (Crin.). Adv.- λῶς Theoc.Adon.15
, Plu.2.26b.2 more commonly, miserable, wretched, with a compassionate sense, δειλοὶ βροτοί poor mortals! Il.22.31, al.; ἆ δειλέ poor wretch! poor wretches!17.201
, Od.20.351;ἆ δειλὲ ξείνων 14.361
;Πατροκλῆος δειλοῖο Il.17.670
.II of things, miserable, wretched, ; δ. δ' ἐνὶ πυθμένι φειδώ ib. 369;τὰ δ. κέρδη S.Ant. 326
; ἔργα, λόγος, etc., Thgn.307, E.Andr. 757, etc.: [comp] Comp., Longin.2.1: [comp] Sup., Ar.Pl. 123: neut. pl. as Adv.,ὀχλεῖ μοι δειλὰ ὁ Τρωΐλος PIand. 11.4
(iii A.D.).—Trag. use δειλός chiefly in former sense, δείλαιος in latter.
См. также в других словарях:
Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ «шесть» и μέτρον «мера») в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… … Википедия
ενηείη — ἐνηείη, η (Α) [ενηής] πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κικλήσκω — (Α) 1. καλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον κοντά μου («κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα, δείπνο κ.λπ. 3. καλώ κάποιον να μέ βοηθήσει, επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου («κικλήσκουσ Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek